Ενούρηση

Ως ενούρηση ορίζεται η απώλεια ούρων από το παιδί κατά τη διάρκεια της νύχτας στο κρεβάτι σε παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης των 5 ετών. Η ενούρηση αποτελεί μία από τις συχνότερες διαταραχές της παιδικής ηλικίας και συχνά προκαλεί στο παιδί συναισθήματα ντροπής και αμηχανίας ενώ μπορεί να διαταράσσει και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση της ενούρησης: 

  • η μειωμένη χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης,
  • η αυξημένη λήψη υγρών προ της κατάκλισης
  • και ο βαθύς ύπνος.

Στην τελευταία περίπτωση το παιδί δεν αφυπνίζεται από τα προσαγωγά ερεθίσματα τα προερχόμενα από τη διατεταμένη κύστη και βρέχεται ενώ συνεχίζει να κοιμάται.

Η ενούρηση διακρίνεται σε πρωτοπαθή και αφορά σε παιδιά που δεν έχουν ποτέ αποκτήσει τον έλεγχο της ούρησης και σε δευτεροπαθή που αναφέρεται σε παιδιά, τα οποία, ενώ είχαν ‘’μείνει στεγνά’’ για τουλάχιστον 6 μήνες, ξανάρχισαν να βρέχονται.

Η πρωτοπαθής ενούρηση απαντά στο 80% των περιπτώσεων.

Οι θεραπευτικές επιλογές κυμαίνονται από τη συντηρητική αντιμετώπιση με την μείωση της λήψης υγρών κατά το χρονικό διάστημα προ της κατάκλισης ως τη χρήση alarm ενούρησης  ή τη χορήγηση δεσμοπρεσσίνης.