- Τι είναι ο προστάτης;
- Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη
- Ποια είναι τα συμπτώματα της πάθησης;
- Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής;
- Τι συμβαίνει στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη;
- Πώς γίνεται η διάγνωση της πάθησης;
- Ποιες θεραπείες υπάρχουν σήμερα;
- Χειρουργικές θεραπείες
- Το μήνυμα
Όλοι οι άντρες, μετά τα 50 έτη, θα βιώσουν ενοχλήσεις στην ούρηση. Η υπερτροφία του προστάτη είναι από τις πιο συχνές παθήσεις.
Τι είναι ο προστάτης;
Ο προστάτης είναι ένας μικρός αδένας με διαστάσεις 3x4cm και βάρος 10-20 γραμμάρια σε σχήμα κάστανου. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από την ουροδόχο κύστη και πάνω από το τελικό τμήμα του εντέρου, το ορθό. Πάνω από τον προστάτη βρίσκονται οι σπερματοδόχες κύστεις, όργανα επίσης του αναπαραγωγικού συστήματος.
Εξωτερικά, ο προστάτης περιβάλλεται από ένα ινομυώδες περίβλημα που επεκτείνεται εσωτερικά και δημιουργεί θυλάκους. Αυτό είναι το στηρικτικό στρώμα του προστάτη. Μέσα, υπάρχουν τα αδενίδια, από όπου παράγεται το προστατικό υγρό που αποθηκεύεται στον αδένα και εξωθείται κατά την εκσπερμάτιση μέσω μυϊκών συσπάσεων του προστάτη προς την ουρήθρα. Τη στιγμή εκείνη, κλείνει ο αυχένας της κύστης, ώστε το σπέρμα να μη φύγει προς τη κύστη. Μέσα από τον προστάτη, διέρχονται οι εκσπερματιστικοί πόροι, για να καταλήξουν στο σπερματικό λοφίδιο, ένα έπαρμα της ουρήθρας, όπου εκβάλλουν.
Ο προστάτης περιβάλλει κυκλοτερώς το τελικό τμήμα της ουρήθρας που λέγεται γι’ αυτό προστατική ουρήθρα και εκτείνεται από το σπερματικό λοφίδιο, μέχρι τον αυχένα της ουροδόχου κύστης. Ανάλογα με τη σύστασή του, ο προστάτης χωρίζεται σε ζώνες:
¨ Η μεταβατική ζώνη περιβάλλει την ουρήθρα κοντά στην κύστη και είναι αυτή που υπερτρέφεται στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη.
¨ Η κεντρική ζώνη εκτείνεται πίσω και κάτω από τη μεταβατική και περικλείει τους εκσπερματιστικούς πόρους.
¨ Η περιφερική ζώνη εκτείνεται περιφερικά από τις προηγούμενες προς το έντερο, από όπου ξεκινά περίπου το 80% των καρκίνων του προστάτη.
¨ Και, τέλος, η ινομυώδης ζώνη βρίσκεται πρόσθια και επάνω από την ουρήθρα.
Στην υπερπλασία του προστάτη, η αύξηση της μεταβατικής ζώνης πιέζει τις άλλες και πρακτικά καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του αδένα, σε μερικές δε περιπτώσεις εισχωρεί και μέσα στην κύστη, και τότε μιλάμε για ανάπτυξη μέσου λοβού. Σε αυτήν τη στενή ανατομική σχέση προστάτη-ουρήθρας-κύστης, οφείλονται τα προβλήματα της ούρησης που σχετίζονται με τις παθήσεις του προστάτη.
Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη
Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη ονομάζεται η αύξηση του αδένα που παρατηρείται μετά τα 40 έτη. Η αύξηση του μεγέθους του προστάτη συχνά συμπιέζει το τοίχωμα της ουρήθρας κυκλοτερώς, αλλά και την κύστη προς τα πάνω, προκαλώντας διαταραχές στην ούρηση που ονομάζονται συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν έχει σχέση με τον καρκίνο του προστάτη, ο οποίος δυστυχώς δεν δίνει έγκαιρα συμπτώματα.
Είναι εξαιρετικά συχνή πάθηση, αφού οι 4 στους 10 άντρες έχουν συμπτώματα στην 5η δεκαετία της ζωής τους, 7 στους 10 στην 6η δεκαετία, 8 στους 10 στην 7η δεκαετία, για να φθάσουν στο 90% στα 90 χρόνια. Η πάθηση παρατηρείται συχνότερα σε άντρες που είναι παχύσαρκοι, κάνουν καθιστική ζωή, πάσχουν από μεταβολικό σύνδρομο, έχουν προβλήματα στύσης και επιβαρυμένο κληρονομικό ιστορικό. Αντίθετα, άντρες με υπογοναδισμό, έλλειψη δηλαδή τεστοστερόνης, σπάνια θα παρουσιάσουν τη νόσο, αφού η ανάπτυξη του προστάτη εξαρτάται από την αντρική ορμόνη.
Ποια είναι τα συμπτώματα της πάθησης;
Τα συμπτώματα των διαταραχών της ούρησης, δηλαδή τα συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, χωρίζονται σε αυτά που αφορούν στην αποθήκευση των ούρων στην κύστη και σε εκείνα που αφορούν στην αποβολή των ούρων από την κύστη, δηλαδή την ούρηση.
Τα συμπτώματα που σχετίζονται με την αποθήκευση των ούρων στην κύστη είναι τα ακόλουθα:
· Συχνουρία, όταν για μικρές ποσότητες προκαλείται η τακτική ανάγκη για ούρηση.
· Νυκτουρία, όταν ξυπνάμε τη νύχτα, για να ουρήσουμε.
· Επιτακτική ούρηση, όταν δεν μπορούμε να αναβάλλουμε μία ούρηση.
· Ακράτεια από έπειξη, όταν πια δεν προλαβαίνουμε να πάμε στην τουαλέτα.
Τα συμπτώματα που σχετίζονται με την αποβολή των ούρων είναι τα ακόλουθα:
· Μείωση ροής ούρων, όταν η ακτίνα των ούρων μειώνεται.
· Δυσκολία στην έναρξη της ούρησης.
· Διακοπτόμενη ούρηση.
· Απώλεια σταγόνων ούρων μετά το τέλος της ούρησης.
· Αίσθημα ατελούς κένωσης, η αίσθηση δηλαδή ότι η κύστη δεν άδειασε εντελώς.
· Πλήρης αδυναμία ούρησης, η λεγόμενη επίσχεση ούρων.
Η μόνη λύση, τότε, στην εξαιρετικά δυσάρεστη αυτή εμπειρία είναι ή άμεση τοποθέτηση καθετήρα, αφού ο πόνος της επίσχεσης είναι αφόρητος.
Άλλα συμπτώματα είναι ο πόνος στην κύστη κυρίως κατά την ούρηση, ιδίως σε περιπτώσεις ουρολοίμωξης, καθώς και η αιματουρία, συνήθως σε περιπτώσεις λιθίασης της κύστης.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής;
Τα συμπτώματα της υπερτροφίας του προστάτη ταλαιπωρούν έντονα τους άντρες αλλά και τις συντρόφους τους, επειδή:
· Περιορίζεται η καθημερινή τους επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα, αφού οι συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα τις διακόπτουν.
· Διαταράσσεται ο ύπνος τους, και έτσι αισθάνονται μία μόνιμη κόπωση.
· Πολλές φορές, δεν προλαβαίνουν να πάνε στην τουαλέτα, ή ακόμη η περιορισμένη ροή ούρων γίνεται αιτία να λερώνουν το παντελόνι τους (ακράτεια).
· Παρουσιάζεται και στυτική δυσλειτουργία.
Αυτές οι εμπειρίες συνοδεύονται από συναισθήματα ντροπής, μείωση της αυτοπεποίθησης, και καταθλιπτικά συμπτώματα. Τα προβλήματα αυτά έχουν αντίκτυπο και στη σύντροφο του ασθενή, γιατί, πέρα από τις επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, η σύντροφος ξυπνά το βράδυ από τις επισκέψεις του συζύγου στην τουαλέτα και ανησυχεί, βλέποντας τον άνθρωπό της να κλείνεται στον εαυτό του και να υποφέρει.
Τι συμβαίνει στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη;
Στην πραγματικότητα, ο προστάτης μεγαλώνει, αλλά η κύστη υποφέρει, αφού δική της ευθύνη είναι τόσο η αποθήκευση των ούρων, όσο και η αποβολή τους, δηλαδή η ούρηση. Έτσι, λοιπόν, για να μπορέσει να ξεπεράσει το εμπόδιο του προστάτη, ο μυς της κύστης υπερτρέφεται, για να ασκεί στα ούρα μεγαλύτερη πίεση, ώστε να ξεπεράσουν την απόφραξη.
Γενικά, μιλάμε για μέτριους αδένες όταν είναι πάνω από 40 γραμμάρια και για μεγάλους πάνω από 80 γραμμάρια. Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτο, αφού η επίπτωση στην ούρηση καθορίζεται και από την σύστασή του. Έτσι, ένας μικρός αδένας 20 γραμμαρίων, με ινώδη σκληρή σύσταση μπορεί να προκαλέσει ακόμη και επίσχεση ούρων. Αντίθετα ένας μαλακός προστάτης, ακόμη και πάνω από 100 γραμμάρια, μπορεί να προκαλεί ήπια ή μέτρια συμπτώματα. Επίσης, η παρουσία μέσου λοβού που προβάλλει μέσα στη κύστη αποτελεί συνήθως σημαντικό πρόβλημα, αφού παίζει ρόλο κυματοθραύστη στη ροή των ούρων.
Η υπερτροφία της κύστης δεν μπορεί, όμως, να συνεχισθεί επ’ άπειρο, και έτσι από ένα σημείο κι έπειτα ποσότητα ούρων παραμένει μετά την ούρηση, το λεγόμενο υπολειπόμενο ούρων. Υπολειπόμενο ούρων πάνω από 100ml θεωρείται παθολογικό, αφού δείχνει ότι η κύστη κουράστηκε. Επίσης, τα ούρα που λιμνάζουν εύκολα μολύνονται, με επακόλουθο ουρολοιμώξεις. Η ύπαρξη υπολειπόμενου ούρων αποτελεί, επίσης, προδιαθεσικό παράγοντα για τον σχηματισμό λίθων στη κύστη. Η λιθίαση της κύστης μπορεί να προκαλέσει πόνο και συχνά αιματουρία.
Σιγά σιγά, όμως, το υπολειπόμενο αυξάνεται και το πάχος του τοιχώματος της κύστης μειώνεται και παθητικά η κύστη διατείνεται. Έτσι, το υπολειπόμενο αυξάνεται και μπορεί να φτάσει τα 2 με 3 λίτρα. Σε τέτοιες παραμελημένες καταστάσεις, τα ούρα που παράγονται στους νεφρούς δεν μπορούν να κατέβουν στην κύστη, οι κάλυκες των νεφρών διατείνονται και χάνουν το σχήμα τους – εμφανίζεται δηλαδή η λεγόμενη υδρονέφρωση. Εάν παραμείνει η απόφραξη και δεν τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας, καταστρέφεται το παρέγχυμα του νεφρού, και ο ασθενής παρουσιάζει νεφρική ανεπάρκεια.
Πώς γίνεται η διάγνωση της πάθησης;
Η διάγνωση θα ξεκινήσει με τη λήψη του ιατρικού ιστορικού. Ο τύπος των ενοχλημάτων, το πόσο σοβαρά είναι, ο χρόνος εμφάνισής τους και η συχνότητά τους είναι βασικά στοιχεία για τα οποία θα ερωτηθείτε από τον γιατρό σας. Για την καλύτερη εικόνα του προβλήματος, ο γιατρός σας μπορεί να σας ζητήσει να συμπληρώσετε ένα ειδικό ερωτηματολόγιο. Ακολουθεί η κλινική εξέταση που περιλαμβάνει τη δακτυλική εξέταση του προστάτη, που γίνεται από τον πρωκτό. Είναι βασική εξέταση, αφού δίνει τις πρώτες πληροφορίες για το μέγεθος του αδένα, τη σύστασή του και πιθανή υποψία για σκληρία στη σύσταση του προστάτη, σημείο ύποπτο για συνύπαρξη καρκίνου του προστάτη.
Μία βασική, επίσης, εξέταση είναι η μέτρηση της ροής των ούρων, δηλαδή η ουρο-ροομετρία. Ο ασθενής ουρεί μέσα σε ειδικό μηχάνημα που μετράει τη ροή, την ποσότητα των ούρων που αποβάλλονται και τον χρόνο της ούρησης. Σημαντικό είναι, μετά την εξέταση, να μετρήσουμε με τη χρήση υπερήχων, εάν μένουν ούρα στην κύστη.
Συχνά, ο έλεγχος συμπληρώνεται με υπερηχογράφημα των νεφρών.
Η πιο λεπτομερής εκτίμηση του προστάτη γίνεται με τη χρήση ειδικής κεφαλής υπερήχων, που εισάγεται από το ορθό, και γι’ αυτό ονομάζεται διορθικό υπερηχογράφημα του προστάτη.
Μετά την πρώτη επίσκεψη, ο γιατρός μπορεί να σας ζητήσει γενική και καλλιέργεια ούρων, καθώς και κάποιες εξετάσεις αίματος, όπως για ουρία και κρεατινίνη, για έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας. Εάν δεν έχετε πρόσφατη μέτρηση του ειδικού προστατικού αντιγόνου που βοηθά στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη, του γνωστού PSA, με βεβαιότητα ο γιατρός σας θα σας το ζητήσει.
Σε κάποιες περιπτώσεις, γίνεται μία ενδοσκοπική εξέταση, η κυστεοσκόπηση, όπου, με ειδικό εργαλείο με μία μικρή κάμερα στην άκρη, παρατηρούμε με άμεση όραση την ουρήθρα, τον προστάτη και την ουροδόχο κύστη.
Τέλος, σε ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και επιπλέον ακτινολογικός έλεγχος, η αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας, καθώς και ο ουροδυναμικός έλεγχος, μία ειδική εξέταση που μελετά τη λειτουργία της κύστης και της ουρήθρας. Σκοπός όλων των εξετάσεων είναι να διακρίνει ο γιατρός τις επιπτώσεις της πάθησης, ώστε να μπορέσει να καθορίσει τη σωστή θεραπευτική στρατηγική.
Ποιες θεραπείες υπάρχουν σήμερα;
Σήμερα, υπάρχουν πολλές θεραπευτικές επιλογές, ικανές να λύσουν το πρόβλημα κάθε άντρα. Ο Ουρολόγος σας θα σας συστήσει τις καταλληλότερες για εσάς και θα σας βοηθήσει να καταλήξετε ποια θα ακολουθήσετε. Ας τις γνωρίσουμε, όμως:
Ενεργητική παρακολούθηση.
Αυτή συστήνεται σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα, που δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά τους. Αυτή η θεραπευτική επιλογή περιλαμβάνει τακτικές επισκέψεις στον Ουρολόγο και πιθανώς μεταβολές στον τρόπο ζωής του ασθενή, π.χ. έλεγχο των υγρών και περιορισμό τους πριν από την κατάκλιση το βράδυ, ούρηση πριν από την κατάκλιση, αποφυγή καφέ και αλκοόλ που έχουν διουρητική και ερεθιστική δράση, θεραπεία πιθανής δυσκοιλιότητας, έλεγχος των φαρμάκων που χρησιμοποιεί ο ασθενής για άλλες παθήσεις και πιθανώς επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Ένας στους 3 ασθενείς σε ενεργητική παρακολούθηση δεν θα χρειαστεί συμπληρωματική θεραπεία για 5 χρόνια.
Φαρμακευτική αγωγή.
Για να κατανοήσουμε την φαρμακευτική θεραπεία της πάθησης, θα πρέπει να γνωρίσουμε τους 3 παράγοντες από τους οποίους καθορίζονται τα συμπτώματα του ασθενή:
Ο πρώτος παράγοντας είναι η νεύρωση του προστάτη και της κύστης. Ο προστάτης, αλλά και ο αυχένας της κύστης, δηλαδή το τμήμα της κύστης που ενώνεται με την ουρήθρα, έχουν μυϊκές ίνες που μέσω νεύρων μπορούν να συσπώνται και να χαλαρώνουν. Τα νεύρα που είναι υπεύθυνα για τη σύσπαση λέγονται αδρενεργικά. Στις απολήξεις αυτών των νεύρων, εκκρίνεται μία ουσία, η νoρεπινεφρίνη, που προκαλεί σύσπαση τόσο του αυχένα της κύστης όσο και του προστάτη, όταν συνδέεται σε ειδικούς υποδοχείς, τους αδρενεργικούς υποδοχείς.
Η πρώτη κατηγορία φαρμάκων, λοιπόν, που χορηγούνται λέγονται αποκλειστές των α-αδρενεργικών υποδοχέων, επειδή δεσμεύουν τους αδρενεργικούς υποδοχείς, και έτσι η νορεπινεφρίνη δεν μπορεί να δράσει. Τελευταία δεδομένα, μάλιστα, δείχνουν ότι τα φάρμακα αυτά ασκούν την ευεργετική τους δράση στην ούρηση, ενεργοποιώντας και νευρικές οδούς έξω από τον προστάτη. Κύρια παρενέργεια των φαρμάκων αυτών είναι η μικρή πτώση της αρτηριακής πίεσης, που εκδηλώνεται συνήθως ως ζάλη και αδυναμία, καθώς και η αδυναμία εκσπερμάτισης.
Ο δεύτερος παράγοντας που καθορίζει τα συμπτώματα είναι το μέγεθος του προστάτη. Όσο μεγαλώνει ο αδένας ,τόσο δυσκολεύει η ούρηση. Η αύξηση του αδένα γίνεται μόνο με την παρουσία μιας ορμόνης της διυδροτεστοστερόνης (DHT). Αυτή παράγεται από τη γνωστή αντρική ορμόνη, την τεστοστερόνη. Η τεστοστερόνη μετατρέπεται στον προστάτη σε διυδροτεστοστερόνη από το ένζυμο 5α-αναγωγάση. Έτσι, για να μειώσουμε το μέγεθος του αδένα και να συρρικνώσουμε τον προστάτη, χρησιμοποιούμε τους αναστολείς της 5-α-αναγωγάσης. Συνήθως, χορηγούνται σε ασθενείς με προστάτη πάνω από 40 γραμμάρια και πετυχαίνουν μείωση του όγκου κατά 15-25% σε διάστημα 6 μηνών. Ως παρενέργεια αναφέρεται η πιθανή ελάττωση της ερωτικής επιθυμίας και ίσως προβλήματα στύσης. Οι αναστολείς της 5α-αναγωγάσης προκαλούν πλασματική μείωση του PSA έως και 50%, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην παρακολούθηση του ασθενή. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε ένα χάπι που συνδυάζει τις 2 κατηγορίες φαρμάκων, αφού περιέχει α-αποκλειστή που χαλαρώνει τον αδένα και αναστολέα της 5α-αναγωγάσης που τον συρρικνώνει. Η συνδυαστική αυτή θεραπεία έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο αποτελεσματική στη βελτίωση των συμπτωμάτων, στην πρόληψη της εξέλιξης της νόσου, στην επίσχεση, και συνεπώς στην αποφυγή χειρουργικής επέμβασης.
Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με την λειτουργία της κύστης. Πολλές φορές, η κύστη παρουσιάζει διαταραχές της νεύρωσής της, με αποτέλεσμα να συσπάται ακούσια σε όγκους ούρων μικρότερους από τον φυσιολογικό, δηλαδή κάτω από τα 400ml. Τότε, μιλάμε για υπερδραστηριότητα της κύστης. Αυτή, βέβαια, η υπερδραστηριότητα είναι αναμενόμενη στην υπερπλασία του προστάτη, στην προσπάθεια της κύστης να αδειάσει. Όμως, όταν συνυπάρχει σε παθολογικά επίπεδα, τότε η συχνουρία, η νυκτουρία και η επιτακτική ούρηση επιδεινώνονται σημαντικά, ακόμη και σε ασθενείς με ήπια απόφραξη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χορηγούμε μαζί με τα φάρμακα που δρουν στον προστάτη και τα λεγόμενα αντιχολινεργικά φάρμακα. Αυτά δρουν σε ειδικούς υποδοχείς των νεύρων της κύστης και περιορίζουν τις ακούσιες συσπάσεις της, επιτρέποντας της να αποθηκεύσει περισσότερα ούρα. Κύριες παρενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι η ξηροστομία και η δυσκοιλιότητα. Σε ασθενείς με σοβαρή απόφραξη, μπορεί να προκαλέσουν αδυναμία κένωσης της κύστης και σπάνια επίσχεση ούρων.
Για την φαρμακευτική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της υπερτροφίας του προστάτη έχουν, επίσης, χρησιμοποιηθεί ευρύτατα και πολλά φυτικά σκευάσματα, όπως το Serenoa repens και το Pygeum africanum. Παρότι έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα, οι δόσεις στις διάφορες συσκευασίες ποικίλλουν και, όταν χρησιμοποιούνται, θα πρέπει αυτό να γίνεται με υπόδειξη του ιατρού.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί η χρήση της δεσμοπρεσσίνης, ενός συνθετικού ανάλογου της αντιδιουρητικής ορμόνης, για την αντιμετώπιση της νυκτουρίας σε ασθενείς με μεγάλη νυκτερινή παραγωγή ούρων. Το φάρμακο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, όταν δίνεται σε άντρες με συνυπάρχοντα καρδιαγγειακά προβλήματα ή σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας.
Τέλος, μία ακόμη κατηγορία φαρμάκων, οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5, τα γνωστά φάρμακα για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας, έχουν δείξει ότι βελτιώνουν αποτελεσματικά και τα συμπτώματα της ούρησης σε ασθενείς που πάσχουν από υπερπλασία προστάτη. Παρότι ακόμη δεν υπάρχει ένδειξη για τις διαταραχές της ούρησης, η ημερήσια χορήγησή τους είναι μία ελκυστική μελλοντική πρόταση για ασθενείς με διαταραχές ούρησης και στυτική δυσλειτουργία.
Χειρουργικές θεραπείες
Όλοι μας αποφεύγουμε το χειρουργείο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται απαραίτητο. Οι χειρουργικές επεμβάσεις για τη νόσο γίνονται συνήθως με επισκληρίδια ή ραχιαία αναισθησία, και η βελτίωση των συμπτωμάτων είναι εμφανής αμέσως μετά την επέμβαση. Πρέπει να τονιστεί ότι η βελτίωση στα συμπτώματα που προσφέρουν οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που επιτυγχάνεται με τη φαρμακευτική αγωγή. Όπως σε κάθε χειρουργική επέμβαση, οι κίνδυνοι για τον ασθενή εξαρτώνται από την προεγχειρητική του κατάσταση και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Οι χειρουργικές επεμβάσεις στον προστάτη χωρίζονται στις ανοικτές , δηλαδή με τομή, και στις ενδοσκοπικές, δηλαδή μέσα από ειδικό ενδοσκόπιο που μπαίνει μέσα στην ουρήθρα. Η πιο συχνή διεγχειρητική επιπλοκή είναι η αιμορραγία, γι’ αυτό ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτικά χάπια και ασπιρίνη θα πρέπει να τα διακόπτουν αρκετές ημέρες πριν από την επέμβαση. Μετεγχειρητικές επιπλοκές αποτελούν οι ουρολοιμώξεις και, σπάνια, η επίσχεση ούρων. Μετά την εγχείρηση, οι περισσότεροι άντρες βιώνουν για περίπου 1-2 εβδομάδες επιτακτική ανάγκη ούρησης και πιθανώς αιματουρία. Μετεγχειρητικά, στους περισσότερους άντρες παρατηρείται παλίνδρομη εκσπερμάτιση, δηλαδή, ενώ η στύση και ο οργασμός δεν επηρεάζονται, δεν υπάρχει εκσπερμάτιση. Αυτό συμβαίνει, γιατί ανοίγει πια ο αυχένας της κύστης και το σπέρμα οδεύει ελεύθερα προς την κύστη. Ακράτεια ούρων παρατηρείται περίπου στο 1% των ασθενών, ενώ η ανάγκη επανεπέμβασης στο μέλλον δεν είναι ιδιαίτερα συχνή.
Οι τύποι των επεμβάσεων είναι οι εξής:
Διουρηθρική προστατεκτομή.
Αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο συχνή χειρουργική θεραπεία για προστάτες μέχρι 80 γραμμάρια, παρότι περιορίζεται διεθνώς, λόγω της ανάπτυξης λιγότερο επεμβατικών μεθόδων, όπως η laser προστατεκτομή. Ένα ειδικό εργαλείο, ο ηλεκτροτόμος εισάγεται από το πέος στην ουρήθρα και φτάνει μέχρι την κύστη. Στην άκρη του υπάρχει μία ειδική αγκύλη που κόβει τον προστάτη με ηλεκτρικό ρεύμα σε μικρά κομμάτια. Συγχρόνως, γίνεται καυτηριασμός των σημείων του προστάτη που αιμορραγούν εξαιτίας της κοπής του. Τα κομμάτια των ιστών που κόβονται συσσωρεύονται στην κύστη και απομακρύνονται με πλύσεις με ειδικό ορό. Μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης, τοποθετείται ένας καθετήρας μέσω της ουρήθρας, ενώ μέσω του καθετήρα γίνονται συνεχείς πλύσεις στην κύστη, για να αποφευχθεί η δημιουργία θρόμβων αίματος που θα βουλώσουν τον καθετήρα. Ο καθετήρας παραμένει συνήθως για 2-4 μέρες.
Ανοικτή προστατεκτομή.
Η ανοικτή προστατεκτομή γίνεται, όταν ο προστάτης έχει μεγαλώσει τόσο –συνήθως περισσότερο από 80 γραμμάρια–, ώστε να μην επιτρέπει την εφαρμογή της διουρηθρικής προστατεκτομής με ασφάλεια. Μέσα από τομή που γίνεται στο κάτω μέρος της κοιλιάς, αφαιρείται ο αδένας χωρίς την κάψα του. Υπάρχουν δύο ήδη ανοικτής προστατεκτομής: η διακυστική, όπου ο προστάτης αφαιρείται μέσα από την κύστη και η οπισθοηβική, όπου ανοίγεται η κάψα του προστάτη και αφαιρείται ο αδένας. Μετά από την ανοικτή προστατεκτομή, τοποθετείται καθετήρας στην κύστη για 5 έως 7 ημέρες. Η περίοδος ανάρρωσης διαρκεί 4-6 εβδομάδες. Επιπλοκές της ανοικτής προστατεκτομής είναι η αιμορραγία και ίσως χρειαστεί μετάγγιση, και σπάνια ακολουθεί μόλυνση της πληγής, που συνήθως είναι επιφανειακή.
Διουρηθρική προστατεκτομή με χρήση laser.
Πρόκειται για μία τεχνική που τα τελευταία 10 χρόνια κερδίζει έδαφος και αντικαθιστά τη διουρηθρική και την ανοικτή προστατεκτομή διεθνώς. Γίνεται με την εισαγωγή ειδικού οργάνου μέσα στην ουρήθρα και με άμεση όραση και τη χρήση ειδικών οπτικών ινών, που συνδέονται με μηχανήματα παραγωγής laser διαφόρων τύπων. Οι πιο δοκιμασμένες τεχνικές είναι το Holmium laser και το laser πράσινου φωτός. Με το Holmium laser, γίνεται εκτομή του προστάτη, ο οποίος πέφτει στην κύστη και μετά με ειδικό εργαλείο διαλύεται και αναρροφάται. Τα αποτελέσματά της είναι εφάμιλλα της ανοικτής προστατεκτομής με μικρότερο κίνδυνο επιπλοκών, άρα μεγαλύτερη ασφάλεια για τον ασθενή. Με το laser πράσινου φωτός –που λέγεται έτσι λόγω του χρώματος της φωτεινής δέσμης του laser–, γίνεται επιλεκτική εκπομπή της δέσμης laser πάνω στον προστάτη, και η ενέργεια της δέσμης τον εξαχνώνει. Η αποτελεσματικότητα της τεχνικής αυτής σε όλες τις μελέτες είναι εφάμιλλη της κλασικής διουρηθρικής προστατεκτομής. Το βασικό πλεονέκτημα της laser προστατεκτομής, πέραν της μονοήμερης νοσηλείας, είναι η απουσία αιμορραγίας, και έτσι η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ασθενείς υψηλού κινδύνου με μεγαλύτερη ασφάλεια, όπως σε άντρες με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα ή άντρες που παίρνουν αντιπηκτικά. Μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης με τα laser, τοποθετείται ένας καθετήρας μέσω της ουρήθρας για 24 ώρες, και ο ασθενής εξέρχεται την επομένη του χειρουργείου.
Το μήνυμα
Όπως φαίνεται, τα συμπτώματα της ούρησης λόγω αύξησης του μεγέθους του προστάτη μπορούν, σήμερα, να αντιμετωπιστούν εύκολα και αποτελεσματικά. Το να ζούμε με το πρόβλημα δεν είναι λύση, και μία επίσκεψη στον Ουρολόγο μπορεί να μας σώσει από μία καθημερινή έγνοια και ταλαιπωρία. Όσο δε νωρίτερα γίνει αυτή, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες για την ανάγκη χειρουργικής αντιμετώπισης.